οδοδείκτης

οδοδείκτης
ο дорожный указатель, знак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οδοδείκτης" в других словарях:

  • οδοδείκτης — και οδοδείχτης, ο (Μ ὁδοδείκτης) νεοελλ. πινακίδα σε διασταύρωση οδών που δείχνει τις κατευθύνσεις και τις χιλιομετρικές αποστάσεις προς τα πλησιέστερα κατοικημένα σημεία μσν. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, ο οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»